Skip to main content

Αντικειμενική υποκειμενικότητα.” Γράφει ο Αποστόλης Γερούκος

“Υπάρχει όμως μια μέθοδος για να αποκλείσουμε κάποιες επιλογές, υπάρχει ένας
τρόπος ώστε -τις περισσότερες φορές- να οδηγούμαστε σε αγοραστικές αποφάσεις που
τελικά θα ικανοποιήσουν πλήρως τις ανάγκες μας. Και μια τέτοια λύση ακούει εφεξής
στο όνομα…

Αντικειμενική υποκειμενικότητα.”

Εάν έχεις διαβάσει την ανάρτηση της περασμένης εβδομάδας, θέλω να πιστεύω πως
η παραπάνω παράγραφος θα σου φανεί αρκετά οικεία. Εξάλλου, είναι ο τρόπος με
τον οποίον αποφάσισα να ολοκληρώσω την προηγούμενη συζήτηση αναφορικά με
την σημασία του ηχητικού εξοπλισμού. Έτσι λοιπόν, αυτή την φορά η αντικειμενική
υποκειμενικότητα ήρθε για να κλέψει την παράσταση. Προς δική σας διευκόλυνση,
σας συμβουλεύω να μην επιχειρήσετε να ψάξετε την συγκεκριμένη έννοια στο
διαδίκτυο ή σε κάποιο λεξικό μιας και το πιθανότερο είναι να μείνετε με άδεια
χέρια. Ας δούμε λοιπόν τι ακριβώς εννοώ με αυτόν τον όρο.

Η αντικειμενική υποκειμενικότητα σε γενικές γραμμές αναφέρεται στο ότι,
αντικειμενικά μιλώντας, κάθε ένας απο εμάς έχει και υποκειμενικές προτιμήσεις
όσο αφορά τον τομέα του ήχου. Καταλαβαίνει κανείς πως κάτι τέτοιο δεν αποτελεί
αποκλειστικά ένα αντικειμενικό γεγονός (αφού κανείς δεν μπορεί να το
αμφισβητήσει), αλλά παράλληλα πρόκειται και για κάτι υποκειμενικό καθώς μιλάμε
για προτιμήσεις και γούστα που αφορούν εμάς. Εξού και ο ορισμός “αντικειμενική
υποκειμενικότητα”.

Μια λογική ερώτηση που ενδεχομένως να έχει κάποιος είναι “γιατί δεν προτιμούμε
όλοι μας το ίδιο στυλ ήχου;” Για να δώσουμε την κατάλληλη απάντηση, σε πρώτη
φάση θα ήταν συνετό να αναφέρουμε ό,τι έχει ήδη αποδειχθεί επιστημονικά: κάθε
άνθρωπος ακούει διαφορετικά! Κάθε αυτί χαρακτηρίζεται από την δική του,
μοναδική ερμηνεία των διάφορων ακουστικών ερεθισμάτων, πράγμα που σημαίνει
ότι όλοι μας ακούμε τους ήχους γύρω μας με διαφορές που αφορούν την αντιληπτή
ένταση ορισμένων συχνοτήτων, είτε αυτή η ένταση είναι αυξημένη ή ελαττωμένη σε
σχέση με την εμπειρία τρίτων. Στην τελική, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι
επηρεάζεται ο τρόπος με τον οποίον ακούμε ή -για να είμαστε και πιο ακριβείς στην
δική μας περίπτωση- ο τρόπος με τον οποίον αντιλαμβανόμαστε τις χαμηλές, τις
μεσαίες και τις υψηλές συχνότητες. Την επόμενη φορά λοιπόν που θα ανακαλύψετε
δύο αντικρουόμενες ως προς την ποιότητα ήχου κριτικές ενός προϊόντος, καλό θα
ήταν να έχετε υπόψη τον παράγοντα της απόκλισης ακοής.

Εάν βάλουμε στην άκρη την -αντικειμενικά διαφορετική- ακουστική αντίληψη του
καθενός, μπορούμε να αφοσιωθούμε στο επόμενο σκέλος της απάντησης που δεν
είναι άλλο από το προτιμώμενο ηχητικό προφίλ που έχει ο καθένας μας (π.χ. Ζεστός
/ ουδέτερος / “ζωηρός” ήχος). Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αν κάναμε μια
δειγματολειπτική έρευνα σχετικά με ποιο ηχητικό προφίλ είναι προτιμότερο σε μια
μικρή ομάδα ακροατών, τα αποτελέσματα θα ήταν -το λιγότερο- διαφορετικά

μεταξύ τους. Ορισμένοι θα επέλεγαν έναν ζεστό και “ευκολοχώνευτο” ήχο με
ανεβασμένα μπάσα και χαλαρά πρίμα, κάποιοι άλλοι θα προτιμούσαν μια πιο
αναλυτική και “ζωηρή” παρουσίαση με ανεβασμένα πρίμα και χαμηλότερα μπάσα,
και πάει λέγοντας. Και προφανώς, ό,τι ακούω ως ανεπαρκές μπάσο ή κουραστικά
πρίμα, εσύ μπορεί να το θεωρείς υπερβολικό μπάσο και απαλά πρίμα, πάντοτε με
βάση τις δικές σου ηχητικές προτιμήσεις. Ουσιαστικά αυτό που μετράει
περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο είναι να βρούμε ποιο στυλ ήχου ακούγεται ως το
πιο άνετο στα αυτιά μας. Όμως, πώς είναι δυνατόν να γνωρίζουμε εκ των προτέρων
το ηχητικό προφίλ ενός προϊόντος; Η ασφαλέστερη οδός είναι να διαβάζουμε
κριτικές ή μετρήσεις της απόκρισης συχνότητας του συγκεκριμένου εξοπλισμού.
Όταν οι τελευταίες πραγματοποιούνται σωστά, δίνουν μια πιο καθαρή εικόνα για το
τι μπορούμε να περιμένουμε από το εν λόγω προϊόν όσον αφορά το ηχητικό προφίλ
του. Ωστόσο, τέτοιες μετρήσεις σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να λαμβάνονται ως
η απόλυτη παράμετρος για να αξιολογήσω την ποιότητα ήχου (όπως
προαναφέρθηκε, η ακοή μας είναι εξίσου σημαντική).

Δεδομένου ότι δεν ακούμε όλοι μας το ίδιο και οι ηχητικές προτιμήσεις ποικίλλουν
σε τεράστιο βαθμό ανά ακροατή, το θέμα της ποιότητας ήχου μπορεί κάλλιστα να
μετατραπεί σε αμφιλεγούμενο ζήτημα, ιδιαίτερα όταν έχουμε να κάνουμε με
κριτικές προϊόντων. Με λίγα λόγια, ένας κριτικός ενδεχομένως να αξιολογήσει
αρνητικά ένα ακουστικό που χαρακτηρίζεται από ζεστό ήχο, μόνο και μόνο επειδή
προτιμάει ένα πιο “ζωηρό” ηχητικό προφίλ ή και αντιστρόφως. Για λόγους όπως ο
παραπάνω, θα πρέπει να είμαστε άκρως εποφυλακτικοί όταν διαβάζουμε ή
βλέπουμε κριτικές ηχητικού εξοπλισμού: μόνο και μόνο επειδή κάποιος έμεινε
δυσαρεστημένος από κάποιο προϊόν, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι θα συμμεριστούμε
και την ίδια άποψη.

Πώς λοιπόν μπορούμε να αποκλείσουμε κάποιες αγοραστικές επιλογές όπως έχω ήδη
αναφέρει πάμπολλες φορές; Η απάντηση είναι απλή: ανακάλυψε το ηχητικό προφίλ
που απολαμβάνεις περισσότερο. Εάν για παράδειγμα είσαι λάτρης του ζεστού και
χαλαρού ήχου, ξέρεις προκαταβολικά ότι ο εξοπλισμός που χαρακτηρίζεται από πιο
έντονο και ζωηρό ήχο δεν είναι αυτό που ψάχνεις. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε
να πούμε ότι κάποια προϊόντα ταιριάζουν περισσότερο στις ηχητικές μας
προτιμήσεις από κάποια άλλα, ενώ για να βρούμε ποιά ακριβώς είναι αυτά
μπορούμε είτε να τα ακούσουμε δοκιμαστικά ή να κάνουμε την έρευνά μας για να
δούμε κριτικές και γνώμες. Η δοκιμαστική ακρόαση σίγουρα αποτελεί ένα δύσκολο
εγχείρημα και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την περιοχή/χώρα που ζούμε (Αν για
παράδειγμα πάω σε κάποιο κατάστημα τεχνολογίας και ζητήσω να δοκιμάσω
ακουστικά in-ear θα με κοιτάζουν σαν εξωγήινο, ενώ στην Σιγκαπούρη θα χαρούν
να με εξυπηρετήσουν). Η έρευνα όμως γίνεται πλέον πολύ εύκολα στο διαδίκτυο.
Μπορούμε να διαβάσουμε κριτικές ή μετρήσεις και- σε γενικότερα πλαίσια- το να
ξοδεύουμε χρόνο για να κάνουμε έρευνα αγοράς τις περισσότερες φορές μας οδηγεί
στο να βρίσκουμε αυτό που θα ανταποκριθεί στις ηχητικές μας προσδοκίες. Τι είναι
καλύτερο: να αγοράσουμε κάτι στα τυφλά και μετά να το μετανιώσουμε γιατί

ηχητικά βρίσκεται μακριά από αυτό που θα θέλαμε, ή να ψάξουμε προσεκτικά ώστε
να καταλήξουμε σε κάτι ικανοποιητικό ως προς τις εκάστοτε προτιμήσεις μας;
Στην τελική, ο καθοριστικός παράγοντας δεν είναι κανένας άλλος από την ίδια την
ακοή μας, οπότε η συμβουλή μου είναι να εμπιστευόμαστε πρωτίστως τα αυτιά μας.
Άλλωστε, αν μου ζητούσαν να συνοψίσω σε μία και μοναδική πρόταση την
ακρόαση μουσικής ως ενασχόληση, αυτή θα ήταν περί ορέξεως ουδείς λόγος.

Άνθρωποι που μας εμπιστεύτηκαν μιλάνε για εμάς

Facebook & Google reviews